υδροβιολογικός

υδροβιολογικός
-ή, -ό, Ν [υδροβιολογία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροβιολογία («υδροβιολογικός σταθμός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδροβιολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροβιολογία ή στον υδροβιολόγο (βλ. λλ.): Υδροβιολογικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροβιολογία — Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ.… …   Dictionary of Greek

  • ενυδρείο — Δεξαμενή ή σειρά δεξαμενών με ένα ή περισσότερα γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται στη ζωή ζώα και υδρόβια φυτά για επιστημονικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι πρώτοι οι Κινέζοι κατασκεύασαν διακοσμητικά ε., ενώ στην Ευρώπη, μόλις τον …   Dictionary of Greek

  • Υδροβιολογικό Ινστιτούτο — Ίδρυμα του υπουργείου Παιδείας που λειτουργεί με την εποπτεία της Ακαδημίας της Αθήνας. Ιδρύθηκε το 1945, μελετά τις υδροβιολογικές συνθήκες των ελληνικών υδάτινων περιοχών και προσπαθεί να ανακαλύψει νέες αλιευτικές περιοχές. Μελετά επίσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”